ἐλεφαντίνων

ἐλεφαντίνων
ἐλεφάντινος
of ivory
fem gen pl
ἐλεφάντινος
of ivory
masc/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • 'λεφαντίνων — ἐλεφαντίνων , ἐλεφάντινος of ivory fem gen pl ἐλεφαντίνων , ἐλεφάντινος of ivory masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ελεφαντόδοντο — Ουσία από την οποία αποτελούνται οι χαυλιόδοντες του ελέφαντα, του ιπποπόταμου, του θαλάσσιου ελέφαντα, του μαμούθ και του μαστόδοντα (απολιθωμένου ελέφαντα), καθώς και ο μακρύς κυνόδοντας των μονόδοντων μονόκερων. Το ε. αποτελείται κατά 60% από… …   Dictionary of Greek

  • Γκιμπέρτι, Λορέντσο — (Lorenzo Ghiberti, Φλωρεντία 1378 – 1455). Ιταλός γλύπτης και χρυσοχόος. Ανέπτυξε τη δραστηριότητά του στις αρχές του 15ου αι., όταν η Φλωρεντία ανέκτησε στον καλλιτεχνικό τομέα την πρωτοβουλία που είχε χάσει στο β’ μισό του 14ου αι. Το 1402,… …   Dictionary of Greek

  • Γότθοι — Αρχαίος γερμανικός λαός που προερχόταν από τη νότια Σκανδιναβία και συγκεκριμένα από την περιοχή που ονομάζεται Γκότλαντ (χώρα των Γότθων). Στις αρχές των χριστιανικών χρόνων ήταν εγκατεστημένοι στις νότιες ακτές της Βαλτικής, που θεωρείται πως… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”